χειρονομῶ

χειρονομῶ
χειρονομέω
gesticulate
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
χειρονομέω
gesticulate
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χειρονομώ — χειρονομῶ, έω, ΝΑ [χειρονόμος] νεοελλ. 1. κάνω μηχανικές κινήσεις με τα χέρια την ώρα που μιλώ 2. κάνω συνθηματικές κινήσεις με τα χέρια αρχ. 1. κινώ ρυθμικά και κανονικά τα χέρια μου σε αγώνα ή σε χορό 2. (για πυγμάχο) κάνω ασκήσεις, προπονούμαι …   Dictionary of Greek

  • χειρονομώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χειρονομώ — και χειρονομάω χειρονόμησα, κάνω χειρονομίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • επικινώ — ἐπικινῶ, έω (Α) [κινώ] 1. κινώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῑν ὑγρῶς ἐπικινεῑται», Λουκιαν.) 2. μέσ. ἐπικινοῡμαι, έομαι χειρονομώ, κάνω κινήσεις 3. μέσ. μτφ. συγκινούμαι («ὅσοι ποτέ ἐπεκινοῡντο ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • επιμορφάζω — ἐπιμορφάζω (AM) 1. προσποιούμαι, προφασίζομαι, υποκρίνομαι 2. αποδίδω εσφαλμένα κάτι σε κάποιον 3. μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφάζω «χειρονομώ» (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • μορφάζω — (ΑΜ μορφάζω) [μορφή] κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς τού προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω μσν. δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω αρχ. 1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ 2. μιμούμαι …   Dictionary of Greek

  • παγκρατιάζω — (Α) [παγκράτιον] 1. αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. μτφ. κινώ βίαια τους βραχίονές μου σαν να γυμνάζομαι στο παγκράτιο, δηλαδή χειρονομώ βίαια, κάνω απότομες χειρονομίες …   Dictionary of Greek

  • χειρονομησείω — Α θέλω να κάνω χειρονομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρονομῶ + εφετ. κατάλ. σείω (πρβλ. τιμωρη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • χειρονόμημα — το, Ν χειρονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρονομώ. Η λ., στον πληθ. χειρονομήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”